Η επιβάτιδα
Andrzej Munk
Πολωνία, 1963
ΣΥΝΟΨΗ
Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο γυναικών: η μία ήταν κρατούμενη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς-Μπίρκεναου και η άλλη βρισκόταν εκεί ως μέλος του τάγματος των Ες Ες. Η δράση εκτυλίσσεται σε δύο διαφορετικά χρονικά πλαίσια: στο σήμερα, σ’ ένα επιβατικό πλοίο που εκτελεί υπερατλαντικά δρομολόγια, και στη διάρκεια του πολέμου, μέσα από εκτενείς, αποσπασματικές αναδρομές στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών βλέπουμε ένα ζευγάρι Γερμανών, τον Βάλτερ και τη Λίζα. Ο Βάλτερ δεν γνωρίζει πολλά για το παρελθόν της συζύγου του, αλλά οι δυο τους εξακολουθούν να είναι χαρούμενοι στον γάμο τους. Σ’ ένα από τα λιμάνια στα οποία μπαρκάρει το πλοίο, επιβιβάζεται μια νεαρή γυναίκα. Στο μυαλό της Λίζας έρχεται κάποια που ήξερε πριν από πολλά χρόνια, όταν υπηρετούσε τη θητεία της στο Άουσβιτς. Η συνάντηση ξυπνά μνήνες από το παρελθόν της στο στρατόπεδο, και πιο συγκεκριμένα από τις γυναίκες κρατουμένους με τις οποίες είχε αναπτύξει μια σύνθετη, αμφιλεγόμενη σχέση. Η πρωταγωνίστρια, επιστρέφει νοερά σ’ αυτές τις περιπετειώδεις μέρες παρά τη θέλησή της.
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
Andrzej Munk
Ο Αντρέι Μουνκ( 16 Οκτωβρίου 1921 – 20 Σεπτεμβρίου 1961) ήταν Πολωνός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου και εκπρόσωπος της λεγόμενης «πολωνικής σχολής στον κινηματογράφο», όπως και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ.
Το 1947 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου, Τηλεόρασης και Θεάτρου στο Βουτζ. Το 1951 αποφοίτησε από το τμήμα Σκηνοθεσίας, αν και αρχικά ήθελε να γίνει εικονολήπτης. Στην πορεία, συνδέθηκε ξανά με τη Σχολή Κινηματογράφου του Βουτζ, καθώς έγινε λέκτορας για την περίοδο 1957-61. Για πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο στούντιο Documentary Film Studio, πρώτα ως εικονολήπτης πολωνικών επικαίρων και αργότερα ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ.
Οι μεγάλου μήκους του Αντρέι Μουνκ χαρακτηρίζονται από τη μοναδική, πρωτοποριακή προσέγγισή του στο ζήτημα του πολωνικού ηρωισμού και της εθνικής μυθολογίας. Σε αντίθεση με τον Αντρέι Βάιντα, ο Μουνκ παρουσίασε τα πιο σημαντικά προβλήματα της μεταπολεμικής πραγματικότητας με το αποστασιοποιημένο βλέμμα ενός ντοκιμαντερίστα. Η μέθοδός του στην ανάπτυξη χαρακτήρων ή η αφήγηση που ακολουθούσε συχνά είχε ως αποτέλεσμα ταινίες που φλέρταραν με τη σάτιρα ή το γκροτέσκο, και μάλιστα η ταινία Καλή τύχη (Zezowate szczęście στα πολωνικά) γυρίστηκε με κωμικό ύφος. Ο Αντρέι Μουνκ πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1961 σ’ ένα τροχαίο κοντά στην πόλη Λόμζα. Ο τάφος του βρίσκεται στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο Ποβάτσκι στη Βαρσοβία.
Το 1965, η Κινηματογραφική Ακαδημία του Βουτζ μετονόμασε το βραβείο για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο σε βραβείο Αντρέι Μουνκ.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Documentary films:
- Sztuka młodych (The Art of the Youth – 1950)
- Nauka bliżej życia (Science Closer to Life – 1951)
- Kierunek – Nowa Huta! (Direction – Nowa Huta! – 1951)
- Pamiętniki chłopów (Peasants’ Diaries – 1952)
- Bajka (Fable – 1952)
- Kolejarskie słowo (Railman’s Word – 1953)
- Gwiazdy muszą płonąć (Stars Must Burn – 1954)
- Niedzielny poranek (Sunday Morning – 1955)
- Spacerek staromiejski (A Stroll around the Old Town – 1958)
Feature films:
- “Błękitny krzyż” (“Blue Cross” – 1955)
- “Man on the Tracks” (Polish: “Człowiek na torze” – 1956)
- “Eroica” (1957)
- “Bad Luck” (Polish: „Zezowate szczęście” – 1959)
- “The Passenger” (Polish: “Pasażerka” – 1963)
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Andrzej Munk
Σενάριο: Η ταινία είναι η κινηματογραφική διασκευή ενός θεατρικού έργου που έγραψε το 1959 για το ραδιόφωνο η Σοφία Πόζιμις, του Pasażerka z kabiny 45 (Επιβάτιδα του θαλάμου 45). Το 1960, ο Αντρέι Μουνκ έγραψε ένα θεατρικό έργο για την τηλεόραση που βασίστηκε σ’ αυτό, και μόνο τότε ο Πόσμις έγραψε ένα μυθιστόρημα που λειτούργησε ως βάση για το σενάριο που συνυπέγραψαν οι Πόσμις και Μουνκ.
Μουσική: Tadeusz Baird
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Krzysztof Winiewicz
Ηθοποιοί:
Aleksandra Śląska (Λίζα)
Anna Ciepielewska (Μάρτα)
Jan Kreczmar (Βάλτερ, σύζυγος της Λίζας)
Marek Walczewski (Ταντέους, αρραβωνιαστικός της Μάρτας)
Διάρκεια: 58 λεπτά (director’s cut του Μουνκ), 62 λεπτά (πλήρης εκδοχή που συνέθεσε ο Βίτολντ Λίζεβιτς, με το επεξηγηματικό σχόλιο του λογοτέχνη και κριτικού κινηματογράφου Βίκτορ Βοροζίλσκι )
Πολωνία, 1963
Χρώμα: Ασπρόμαυρο
ΦΕΣΤΙΒΑΛ / ΒΡΑΒΕΙΑ
1964 Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών: Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, Βραβείο FIPRESCI
- 1964 Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου για τους Αγωνιστές της Ειρήνης: Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας (Anna Ciepielewska)
- 1964 Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας: Βραβείο της Ένωσης Ιταλών Δημοσιογράφων
- 1965 Φεστιβάλ του Ελσίνκι: Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου
- 1964 Φεστιβάλ των Ανθρώπων της Εργατικής Τάξης της Πράγας: Μεγάλο Βραβείο, Βραβείο της Ένωσης Αγωνιστών εναντίον των Ναζί
- 1963 Βραβείο «Γοργόνα της Βαρσοβίας» των Πολωνών Κριτικών Κινηματογράφου για την Καλύτερη Πολωνική Ταινία
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Konrad Eberhardt, Przeciw niepamięci, Film, 1963, issue 40
Krzysztof Winiewicz, Wspomnienia o Andrzeju Munku [in:] Andrzej Munk, collective work edited by A. Jackiewicz, Warsaw 1964
Zofia Magdziak, Mija 50 lat od premiery filmu “Pasażerka” http://www.rp.pl/artykul/1049575-Mija-50-lat-od-premiery-filmu–Pasazerka-.html#ap-1
Wiktor Woroszylski, Nad “Pasażerką”, Film, 1963, issue 38.
http://bit.ly/2gMINvc
http://www.demusica.pl/cmsimple/images/file/kwiatkowska1_muzykalia_3.pdf Paulina Kwiatkowska, Od słowa do obrazy, czyli o powstaniu filmu Pasażerka Andrzeja Munka, Mu z y k a l i a III, Conference papers 3.
http://www.fakt.pl/
https://www.youtube.com/watch?v=7f1Jt5bDPd0
ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
Η Άννα Καπελιέφσκα, που υποδύθηκε την Μάρτα στην Επιβάτιδα θυμάται τον σκηνοθέτη της ταινίας:
«Άλλοτε με έκανε να κλαίω και με ανάγκαζε να μένω νηστική στα γυρίσματα για να μπορέσω να νιώσω τι σημαίνει πείνα, άλλοτε μπορούσε και να γίνει στοργικός.»
Πηγή: http://www.fakt.pl/
Όπως και στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα που αφορούσαν την πραγματικότητα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έτσι κι εδώ πηγή έμπνευσης για την Επιβάτιδα ήταν η προσωπική εμπειρία της συγγραφέως, που κρατούνταν στο Άουσβιτς για τρία χρόνια, μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης.
Η Ζόφια Πόζμις θυμάται πως στη δεκαετία του ‘50 του περασμένου αιώνα ακολουθούσε τα ίχνη των πρώην μελών του τάγματος των Ες Ες, και ιδιαίτερα αυτών που υπηρέτησαν στο Άουσβιτς. Ακόμα και τότε αναρωτιόταν τι θα έκανε αν ποτέ συναντούσε κάποιου δεσμοφύλακα από το παρελθόν ή, για παράδειγμα, αν καλούνταν να βρεθεί μάρτυρας στη δίκη κάποιου από αυτούς. Είχε επίσης την περιέργεια τι θα σκέφτονταν οι άνθρωποι που θυμόταν από το στρατόπεδο για το παρελθόν τους και για τους ίδιους τόσα χρόνια μετά από τον πόλεμο. Ωστόσο, το άμεσο ερέθισμά της για να γράψει μια πρώτη εκδοχή για ένα ραδιοφωνικό έργο ήταν μια σύντομη συνάντησή της με μια ομάδα Γερμανών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν μια γυναίκα με φωνή σχεδόν ολόιδια με αυτήν μιας επιτηρήτριάς της στο Άουσβιτς. Αν και δεν επρόκειτο για το ίδιο άτομο, το σοκ ήταν πολύ ισχυρό. Ωστόσο, της έδωσε την ιδέα να δημιουργήσει ένα έργο όπου θα έδειχνε τα συναισθήματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις μιας γυναίκας που θα ανήκε στα τάγματα των Ες Ες και θ’ αναγκαζόταν να επανεξετάσει το παρελθόν της, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο. Η Ζόφια Πόσμις έδειξε από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον της για τις καθημερινές συγκρούσεις, φανερώνοντας πώς μετά από τόσα χρόνια ειρήνης θα έβλεπε μια γυναίκα των Ες Ες τον εαυτό της και τον ρόλο της στη διαμόρφωση των δομών των στρατοπέδων θανάτου.