István Szabó
Ο Ίστβαν Ζάμπο (18 Φεβρουαρίου 1938) είναι Ούγγρος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος, και σκηνοθέτης της Όπερας. Ο Ζάμπο είναι ο πιο διακεκριμένος Ούγγρος σκηνοθέτης διεθνώς από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στο εξής. Ακολουθώντας την παράδοση των Ευρωπαίων δημιουργών, γύρισε ταινίες που μιλούν για πολιτικες και ψυχολογικές συγκρούσεις, που κυριαρχούν στην πρόσφατη ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης. Γύρισε την πρώτη του ταινία το 1959, όταν ακόμη ήταν φοιτητής στην Ουγγρική Ακαδημία Θεατρικών και Κινηματογραφικών Τεχνών, και την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 1964.
Γνώρισε μεγάλη επιτυχία διεθνώς με την ταινία του Μεφίστο (1981), που κέρδισε το Όσκαρ Ξένης Ταινίας. Από τότε, οι περισσότερες ταινίες του Ζάμπο είναι διεθνείς συμπαραγωγές γυρισμένες σε διάφορες γλώσσες και τοποθεσίες στην Ευρώπη. Ωστόσο, συνέχισε να φυρίζει ταινίες στην Ουγγαρία και χρησιμοποίησε συχνά το ανθρώπινο κεφάλαιο της Ουγγαρίας στις διεθνείς συμπαραγωγές του. Ο Ζάμπο βρέθηκε αναμεμειγμένος σε μια υπόθεση εθνικής εμβέλειας όταν, το 2006, η ουγγρική εφημερίδα Ζωή και Λογοτεχνία, αποκάλυψε πως ήταν πληροφοριοδότης για την Κομμουνιστική μυστική αστυνομία.
Ο Ζάμπο, που γεννήθηκε στη Βουδαπέστη, είχε γονείς τους Μαρία (που γεννήθηκε ως Βίτα) και Ίστβαν. Ο πατέρας του ήταν γιατρός που ακολούθησε τη μεγάλη οικογενειακή παράδοση.
Οι Ζάμπο κατάγονταν από μια οικογένεια Εβραίων που ασπάστηκαν τον Καθολικισμό, αλλά θεωρούνταν Εβραίοι από το ουγγρικό ναζιστικό κόμμα «Σταυρωτά Βέλη». Η οικογένειά του αναγκάστηε να χωριστεί γύρω στον Οκτώβριο του 1944, όταν η Ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Ουγγαρία και έφερε στην εξουσία τα «Σταυρωτά Βέλη», και στον Φεβρουάριο του 1945, όταν οι Σοβιετικοί νικήθηκαν από τον γερμανικό στρατό στη Βουδαπέστη. Ο Ζάμπο επέζησε γιατί κρυβόταν σ’ ένα ορφανοτροφείο, αλλά ο πατέρας του πέθανε από διφθερίτιδα λίγο μετά την ήττα των Γερμανών. Οι αναμνήσεις του από αυτά τα γεγονότα αποτυπώνονται σε αρκετές ταινίες του.
Σε ό,τι αφορά τη σύνδεσή του με την Κομμουνιστική μυστική αστυνομία, στο διάστημα μεταξύ 1957και 1961 κατέδωσε με 48 αναφορές 72 ανθρώπους, που στην πλειοψηφία τους ήταν συμφοιτητές και καθηγητές της Ακαδημίας Θεατρικών και Κινηματογραφικών Τεχνών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ίστβαν Ντεάκ, οι πληροφορίες του Ζάμπο έκαναν σοβαρή ζημιά μόνο σε μια περίπτωση, όταν αφαιρέθηκε το διαβατήριο από έναν άνθρωπο. Μετά από τη δημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό Ζωή και Λογοτεχνία, περισσότεροι από 100 επιφανείς διανοοούμενοι, ακόμα και άνθρωποι που είχε καταδώσει ο Ζάμπο, έγραψαν μια επιστολή προς υποστήριξή του. Η πρώτη αντίδραση του Ζάμπο στο άρθρο ήταν να πει πως έγινε πληροφοριοδότης, αλλά ηταν μια πράξη ανδρείας που είχε στόχο να σώσει τη ζωή του πρώην συμφοιτητή του, τον Παλ Γκάμπορ. Όταν αποδείχθκε πως αυτό το επιχείρημα δεν έστεκε,
ο Ζάμπο παραδέχτηκε πως το πραγματικό του κίνητρο ήταν να μην εκδιωχθεί από την Ακαδημία.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ο Ίστβαν Ζάμπο σκηνοθέτησε ουγγρικές ταινίες που διερευνούσαν τις εμπειρίες της γενιάς του και το πρόσφατο παρελθόν της Ουγγαρίας (Apa, 1966; Szerelmesfilm, 1970; Tuzoltó utca 25, 1973). Η πιο χαρακτηριστική του τριλογία αποτελείται από τις ταινίες Mephisto (1981, Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών), Colonel Redl (1984, Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών) και Hanussen (1988). Ξεκίνησε να γυρίζει αγγλόφωνες ταινίες, κάνοντας το Meeting Venus (1991), το Sunshine (1999), το Taking Sides (2001) και πιο πρόσφατα το Being Julia (2004), που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για την ηθοποιό Ανέτ Μπένινγκ.
Οι ταινίες που έφεραν καταξίωση γεννήθηκαν από τη συνεργασία του με τον διάσημο Αυστριακό ηθοποιό Κλάους Μαρία Μπράνταουερ, και τον φίλο του διευθυντή φωτογραφίας Λάγιος Κολτάι. Το 1996 βραβεύτηκε με το Ουγγρικό Βραβείο Μνήμης Πούλιτζερ (που δεν έχει ουδεμία σχέση με το Βραβείο Πούλιτζερ) για την τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε Εκατό χρόνια κινηματογράφου.